πυκινόρριζος

πυκινόρριζος
πῠκῐνό-ρριζος, ον, (ῥίζα) πυκνόρριζος, Id.Oss.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυκινόρριζος — ον, Α βλ. πυκνόρριζος …   Dictionary of Greek

  • πυκινόρριζον — πυκινόρριζος masc/fem acc sg πυκινόρριζος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνόρριζος — και πυκινόρριζος, ον, Α αυτός που έχει άφθονες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός/ πυκινός + ρριζος (< ῥίζα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”